φωσφατίδια

φωσφατίδια
τα, Ν
(βιοχ.) άλλη ονομασία τών φωσφολιποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphatide < phosphate (< [acide] phosphorique < φωσφόρος) + κατάλ. -ide].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλίνες — Υποομάδα φωσφολιπιδίων, τα οποία είναι διαδεδομένα στους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς ως συστατικά των βιολογικών μεμβρανών. Οι σημαντικότερες κ. είναι η φωσφατιδυλοσερίνη και η φωσφατιδυλαιθανολαμίνη. Οι κ. συναντώνται σε αφθονία στους… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • λιπίνες — οι (βιοχ.) ονομασία που είχε δοθεί κατά το παρελθόν στα φωσφατίδια …   Dictionary of Greek

  • μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • φωσφατιδοξέα — τα, Ν (βιοχ.) ομάδα φωσφογλυκεριδίων που μπορεί να θεωρηθούν ως πρόδρομες ενώσεις όλων τών άλλων φωσφογλυκεριδίων, αλλ. φωσφατιδικά οξέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. acides phosphatidiques < phosphatiques < phosphatide (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • φωσφολιποειδές — το, Ν συν. στον πληθ. τα φωσφολιποειδή (βιοχ.) μεγάλη ομάδα λιποειδικών ουσιών που περιέχουν φωσφόρο και οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό δομικό και μεταβολικό ρόλο στα κύτταρα, αλλ. φωσφατίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phospholipid… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”